Ο Μασκοφόρος.


Κεφάλαιο Πρώτο

             Βράδυ Σαββάτου. Άλλη μια συνηθισμένη ημέρα πλησιάζει το τέλος της, άλλο ένα βράδυ στο ίδιο μπαρ, στο ίδιο σημείο με τον ίδιο φίλο δίπλα μου. Ακόμα δεν καταλαβαίνω για ποιο λόγο συνεχίζω να βγαίνω ενώ γνωρίζω εξαρχής πως όταν τελειώσει η νύχτα δεν θα έχει αλλάξει τίποτα. Κάθε αυγή ξεκινάει όπως η προηγούμενη, κάθε ηλιοβασίλεμα έρχεται με την ίδια φορεσιά.
Μου αρέσει να κάθομαι στη γωνία του μπαρ. Είναι ένα σημείο που με βοηθάει να παρατηρώ όλο τον κόσμο χωρίς να γίνομαι αντιληπτός. Παραμένω σιωπηλός κοιτάζοντας βλοσυρά την κενή χαρά που όλοι προσπαθούν με τόση υπερβολή να δείξουν. Ψεύτικα χαμόγελα, υποκριτικά φιλιά, και η γνωστή παράλληλη διαδικτυακή ζωή. Μια ζωή που θα κατέκρινα ολοσχερώς αν δεν ήμουν κι εγώ παγιδευμένος μέσα της. Ή μήπως να έλεγα απελευθερωμένος; Πολλές φορές αδυνατώ να διακρίνω τις διαφορές. Πολλές φορές είναι η ίδια αίσθηση. Αυτή της φυλακισμένης ελευθερίας. Της καταραμένης μαγείας του να είσαι ο εαυτός σου πίσω από το πανίσχυρο προσωπείο ενός φτιαχτού ανθρώπου. Ενός άλλου εαυτού – ενός ανθρώπου που είσαι, θα ήθελες να είσαι και πολλές φορές σιχαίνεσαι που είσαι.
Κάθε φορά που αποφασίζω να βγω από το σπίτι, οι ίδιες σκέψεις επισκέπτονται το μυαλό μου. Ένας φαύλος κύκλος που εξαπλώνεται από το αχανές σκοτάδι της ανθρώπινης ύπαρξης μέχρι την λιγοστή αλλά ατέρμονη ύπαρξη του φωτός. Η συνήθης κατάληξη των σκέψεών μου όμως είναι πόσο αδιαμφισβήτητα αδιάφοροι είναι όλοι. Πόσο πανομοιότυποι, πόσο λογικοί. Έχουν ηθελημένα βουτήξει στο πηγάδι της συμβατικότητας και νιώθουν χαρούμενοι που βρίσκονται εκεί. Και ρωτώ εγώ: πώς να μην είσαι χαρούμενος όταν δεν ξέρεις τίποτα; Η άγνοια είναι η μέγιστη χαρά. Μια χαρά που δυστυχώς δεν έχω. Γι’ αυτό και όλα αυτά τα χρόνια προσπαθώ να τη βρω στην απόσταση. Μιας και είναι η μόνη γνώση που πλέον έχω: πώς να μένω και να παραμένω μακριά. Από όλα. Εκτός από τον εαυτό μου. Κυρίως από τον εαυτό μου.
Σε αυτό το σημείο περίπου σταμάτησε απότομα η ροή των συλλογισμών μου όταν… την αντίκρυσα. Μόλις είχε μπει στο μπαρ και ξαφνικά μια ενέργεια με έκανε να στρέψω το βλέμμα μου προς εκείνη. Την κοίταξα.
«Όχι!» μου είπε η φωνή μέσα μου «σταμάτα να την κοιτάς».
Συνέχισα να την κοιτώ.
«Αθετείς τον όρκο σου, μη την κοιτάς».
Αλλά μου ήταν αδύνατο.
Όσες φορές έστρεψα τα μάτια μου αλλού, τόσο περισσότερο το μετάνιωνα διότι έχανα την ευκαιρία να πλεύσω στο απέραντο πράσινο των δικών της.
«Ποια είναι αυτή η γυναίκα», αναρωτιέμαι. «Ποια είναι αυτή η γυναίκα και γιατί αδυνατώ να μη την κοιτώ».
Τα μάτια μας συναντήθηκαν και αισθάνθηκα σαν κύμα ηλεκτρικό πως κι εκείνη σκεφτόταν το ίδιο για εμένα. Τα μάτια της μου μιλούσαν μια γλώσσα που δεν γνώριζα. Μια γλώσσα που ήθελα πολύ να μάθω… μια γλώσσα που δεν έπρεπε να οικειοποιηθώ.
Παρέα με την φίλη της, κάθισαν στα αριστερά του μπαρ, σχεδόν απέναντι σε μένα και τον δικό μου φίλο.
Οι κινήσεις της μου θύμιζαν ένα πλάσμα αλλόκοτο, άρρηκτα συνδεδεμένο με κάποια μυθική ύπαρξη που μόνο στο παράρτημα της μυθολογίας θα μπορούσε κανείς να δει. Η φούστα και η μπλούζα της αγκάλιαζαν το σώμα της τόσο στενά που η κάθε καμπύλη, η κάθε κυρτή ατραπός του κορμιού της ήταν εμφανής, επιβλητική. Τα μακριά μαλλιά της άγγιζαν τα εκτεθειμένα σημεία του δέρματός της με χάδια διακριτικά και απαλά. Κοιτούσα πώς χόρευαν τριγύρω της καθώς εκείνη κινούταν, σκεφτόμουν τι άρωμα να είχαν. Έμοιαζαν σαν να βρίσκομαι σε έναν κήπο γεμάτο γαρδένιες, φρέζιες και νυχτολούλουδα.
Η συναισθησία των στιγμών με είχε συνεπάρει. Μύριζα την εικόνα της. Άκουγα την σιωπή της. Έβλεπα την νύχτα μέσα της.
«Αρκετά. Αρκετά κοίταξες. Φύγε.» άκουσα πάλι την ξεψυχισμένη πλέον φωνή που κρατώ μέσα μου για στιγμές σαν αυτές.
Σαν αυτές… Ποιον κοροϊδεύω, σκέφτηκα. Δεν νομίζω να έχω ζήσει κάτι σαν αυτό.
Αλλά σε ποιον απομένει ακοή όταν η ομορφιά μπροστά του είναι τόσο εκκωφαντική. Σε ποιον απομένει νόηση όταν το μόνο που επιθυμεί είναι να πάψει η ύπαρξη του χωροχρόνου και να παραμείνει στο σύμπαν μόνο εκείνη κι εγώ.

Comments

Popular Posts