Δωμάτιο Πανικού: ωδή σε ένα αερικό.



XII

Αγαπημένε μου άνθρωπε,

Πολλές στιγμές της ημέρας αναρωτιέμαι γιατί το είδος μας αντιμετωπίζει τέτοια δυσκολία να βρει την ευτυχία. Γιατί περνάμε τόσο καιρό της ζωής μας αναζητώντας αυτό που θα μαζέψει σε μια αγκαλιά όλα τα διασκορπισμένα από την κούραση κομμάτια μας. Αναρωτιέμαι, τι είναι η ευτυχία; Τι είναι προτιμότερο, να μην γνωρίζεις και να πονάς για κάτι άγνωστο ή να γνωρίζεις και να υποφέρεις για κάτι μακρινό; Ας μη γελιόμαστε, η ευτυχία είναι τόσο πολύτιμη επειδή δεν μας επισκέπτεται συχνά. Η ευτυχία είναι ένας δύσβατος δρόμος επειδή εμείς φοβόμαστε να τον διασχίσουμε όσο θα θέλαμε. Η ψυχή μας διψάει να ευτυχήσει και η ψυχή μας πάλι επιλέγει να μην πιει.

Όμορφο πνεύμα μου, μοιάζεις με δημιούργημα ενός κόσμου διαφορετικού από αυτόν απ' όπου κατάγομαι εγώ. Είσαι ένα απόκοσμο πλάσμα με επίγεια μορφή. Η συντροφιά που φέρνει η μουσική των παλλόμενων απ' τον αέρα φύλλων, το ρίγος που έρχεται από τα έγκατα των αβάσταχτων σκέψεών μου. Είσαι οι ρωγμές που δημιουργούνται στη καρδιά μου, το αίμα που αναβλύζει από τις χαραμάδες του δέρματός μου. Τρομαγμένο θαύμα μου, τρέχεις να ξεφύγεις σαν τα πέταλα των λουλουδιών. Κι ενώ φεύγεις, δεν σκέφτεσαι πως πίσω σου αφήνεις μια ανάμνηση. Την θύμηση της άνοιξης, την ευωδία του έρωτα. Είσαι σαν απαγορευμένο βιβλίο και θέλω να σε διαβάζω την νύχτα. Εκεί που θα μπορώ να σε προφέρω χωρίς δισταγμό, όταν θα βρίσκομαι μόνη στο άδειο κρεβάτι μου. Εκεί όπου σαν παραίσθηση θα ακούω την φωνή σου να μου ψιθυρίζει, εκεί όπου ο ήχος αυτός θα χαϊδεύει το σώμα μου με χείλη αόρατα.

Λατρεμένο αερικό μου, στοιχειώνεις το σώμα μου και σε ακούω να ανασαίνεις στα τοιχώματά του. Όταν τα ακουμπώ, όλη μου η ύπαρξη διακατέχεται από δονήσεις που με ρίχνουν σε ζάλη. Δεν σε βλέπω όμως γνωρίζω πως είσαι εκεί μέσα, όπως μια κουρτίνα που χορεύει ενώ το παράθυρο είναι κλειστό, όπως τις νότες ενός πιάνου που ποτέ δεν ήταν εκεί. Είσαι οι κόκκοι σκόνης που ξεκουράζονται στη σάρκα μου και όταν σε φυσώ, ανοίγεις τα φτερά σου και φεγγοβολάς υπό το φως του απογευματινού ηλίου. Υπερφυσικό ον μου, θυμίζεις το μένος ενός καταρράκτη και την συστολή μιας σταγόνας. Είσαι σαν το λευκό χιόνι που με βυθίζει στην αγκάλη του, σαν την καταιγίδα που χτυπάει με δύναμη το τζάμι μου λες και θέλει να το σπάσει. Και πάλι τρέχεις, τρέχεις ώσπου θα πέσεις και θα διασπαρείς στο έδαφος γινόμενος ένα με αυτό. Κι εγώ με το δάχτυλό μου θα σε περιμαζέψω και θα σε φυλάξω στην επιφάνεια της γλώσσας μου. Θα σε πιω, θα σε γευτώ.

Αυτές οι λέξεις σου δίνουν το ελιξίριο της αθανασίας. Όταν εγώ θα πλέω στο ποτάμι της Λήθης, η φλόγα σου θα μου φωτίζει τον δρόμο. Όταν η ψυχή μου θα πετάξει, εσύ θα μείνεις εδώ να δίνεις φτερά σε όσους τα έχουν ανάγκη. Η ομορφιά σου είναι ο μανδύας που φορώ, η φωνή σου το χέρι που μπλέκεται στα μαλλιά μου. Γίνε ένα με το σώμα μου, γίνε η σάρκα της σαρκός μου. Μίλα μου και τράβα τα μαλλιά μου. Είσαι η αγάπη μου. Και πεθαίνω για εσένα και αυτός ο θάνατος μου δίνει ζωή.

Comments

Popular Posts