Δωμάτιο Πανικού: ουράνια σώματα.


V

   Τα μάτια μου είναι κλειστά. Κρύο, σκληρό έδαφος. Συνοφρυώνομαι. Ενώ ίσως θα έπρεπε να ανησυχώ, νιώθω ασφαλής. Ανοίγω τα μάτια μου και βλέπω μπροστά μου τον ουρανό. Εκατομμύρια μικροσκοπικά αστέρια, πλανήτες, σύννεφα. Είναι νύχτα. Περασμένα μεσάνυχτα σίγουρα.
"Σου αρέσει;" σε ακούω να μου λες.
   Ξαφνιάζομαι και γυρνάω προς το μέρος απ' όπου ήρθε η φωνή σου. Είσαι δίπλα μου. Χαμογελώ.
"Τι κάνεις εσύ εδώ; Τι κάνουμε εδώ;"
"Ξέρω πόσο σου αρέσει ο νυχτερινός ουρανός και ιδίως το φεγγάρι. Οπότε σε έφερα εδώ όπου μπορείς να απολαύσεις αυτά που τόσο αγαπάς."
"Σε ευχαριστώ. Τόσο πολύ. Είναι... πανέμορφα."
   Με κοιτάς με ένα άηχο, περιχαρές γέλιο.
"Γιατί χαμογελάς τόσο;"
"Απλά χαίρομαι που χαίρεσαι."
"Χαίρομαι που είσαι μαζί μου."
   Στρέφεις το βλέμμα σου προς το φεγγάρι.
"Πόσο θα κρατήσει όλο αυτό;" ακούω τον εαυτό μου να ρωτάει και αμέσως το μετανιώνω.
"Δεν γνωρίζω, καλή μου."
"Κουράστηκα να αποφασίζουν άλλοι για τις ζωές των ανθρώπων. Κουράστηκα να ορίζουν οι καταστάσεις το παρόν αντί εμείς να ορίζουμε τις καταστάσεις."
"Το ξέρεις πολύ καλά πως δεν είναι τόσο εύκολο να συμβεί αυτό."
"Γιατί. Γιατί δεν είναι εύκολο. Γιατί δεν μπορείς εσύ να ορίσεις τι είναι εύκολο και τι όχι. Δεν σημαίνω τίποτα για εσένα;"
"Αν δεν είχες καμία σημασία για εμένα, δεν θα σε έφερνα εδώ. Δεν θα ήμουν εδώ."
"Είσαι εδώ. Ναι, είσαι. Αλλά για πόσο;"
   Μου δίνεις ένα σιωπηλό βλέμμα. Εκείνη τη στιγμή μου έρχεται στο μυαλό μια φράση από μια ταινία:
"Αυτό δεν είναι ζωή, είναι μια κλεμμένη εποχή."
   Συνεχίζεις και με κοιτάς.
"Ερωτευμένος Σαίξπηρ."
   Τα βλέμματά μας είναι προσκολλημένα μεταξύ τους.
"Είμαι ερωτευμένη μαζί σου. Το ξέρω πως το ξέρεις, πως το έχεις καταλάβει. Δεν θέλω να μην είσαι στη ζωή μου. Δεν μπορώ. Δεν θέλω να μπορώ. Με κατανοείς;"
"Εσύ με κατανοείς;"
"Το ξέρεις πως σε κατανοώ. Αλλά εσύ δεν κατανοείς εμένα. Αν με κατανοούσες, θα έκανες κάτι γι' αυτό."
"Προσπαθώ."
"Η σκέψη δεν είναι προσπάθεια. Κι εγώ σκέφτομαι. Αυτό δεν σημαίνει πως προσπαθώ. Σημαίνει πως απλά σκέφτομαι. Εγώ λοιπόν, σκέφτομαι πως δεν θέλω να σε χάσω οπότε κάνω κάτι για να μη σε χάσω. Προσπαθώ με ό,τι έχω να μη σε χάσω γνωρίζοντας πως βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση."
"Τι εννοείς;"
"Γνωρίζεις πολύ καλά τι εννοώ. Ξέρεις πώς είναι να είσαι δεύτερη επιλογή;"
"Σου είπα πως δεν θα στο κάνω ποτέ αυτό."
"Σωστά. Προτιμάς να είμαι το νούμερο μηδέν αντί το νούμερο δύο. Διότι είναι καλύτερα να με διώξεις από το να με έχεις όπως μπορείς. Από το να προσπαθήσεις να διανοηθείς να με έχεις ολοκληρωτικά."
   Με κοιτάς. Ξέρω τι θα πεις. Πως δεν δικαιούσαι ούτε καν να σκεφτείς να είσαι μαζί μου. Πως πρέπει αναγκαστικά να συνεχίσεις αυτό που ξεκίνησες. Αγνοώντας φυσικά τα τρανταχτά σημάδια πως ίσως θα ήταν καλό να αναθεωρήσεις τις μέχρι τώρα επιλογές σου. Αλλά τι είμαι εγώ. Μια ψυχή εγκλωβισμένη σε ένα σώμα που είναι φυλακισμένο σε έναν κόσμο γεμάτο υποχρεώσεις, φόβο, δειλία, συμβιβασμό.
"Δεν αξίζει να παλέψεις για τον έρωτα;"
"Αξίζει. Αλλά αν δεν υπάρχει εδαφικός χώρος γι' αυτόν τον έρωτα;"
"Αν δεν υπάρχει χώρος είναι επειδή εσύ δεν τον παραχωρείς. Δεν με επιθυμείς;"
"Σε επιθυμώ. Ακατανίκητα. Κι αυτή ακριβώς η επιθυμία είναι που με εμποδίζει να βάλω ένα τέλος."
"Συνειδητοποιείς πως ζητάς από τη καρδιά σου να σταματήσει να αισθάνεται για χάρη του μυαλού σου;"
"Το συνειδητοποιώ."
"Και σε κάνει χαρούμενο αυτό; Ξέρω. Δεν έχεις το δικαίωμα να νιώσεις χαρούμενος."
"Σε παρακαλώ."
   Τα μάτια μου βουρκώνουν.
"Αν σου έδινα ένα μαχαίρι, θα το κάρφωνες στη καρδιά μου;"
"Τι εννοείς;"
"Απάντησέ μου."
"Όχι, δεν θα το έκανα."
"Τότε γιατί καρφώνεις την καρδιά μου με τα λόγια σου; Ξανά και ξανά. Ακατάπαυστα. Καρφώνεις τη δική μου καρδιά και καρφώνεις και την δική σου. Δεν μας αφήνεις να είμαστε ευτυχισμένοι."
   Κοιτάζω το φεγγάρι.
"Θυμάσαι την πρώτη φορά που με φίλησες;"
"Βεβαίως και τη θυμάμαι."
"Θυμάσαι τη πρώτη φορά που πήρες το χέρι μου και το ακούμπησες πάνω σου; Θυμάσαι όταν, αχόρταγα, με ρώτησες αν μου αρέσεις και εγώ, εξίσου αχόρταγα, σου απάντησα πως σε λατρεύω; Σε λατρεύω. Όπως λατρεύω την πρώτη φορά που το χέρι σου άγγιξε το γόνατό μου. Θυμάσαι όταν ήμουν ξαπλωμένη πάνω σου, με πόση απύθμενη λατρεία και θαλπωρή σε χάιδευα; Δεν ήθελα να βρίσκομαι πουθενά αλλού. Πουθενά. Παρά μόνο εκεί, μαζί σου."
"Γιατί μου το κάνεις αυτό;"
"Με ρωτάς συνεχώς το ίδιο πράγμα. Εσύ γιατί μας το κάνεις αυτό; Γιατί δεν αφήνεσαι; Γιατί δεν βλέπεις; Κοίταξέ με. Κοίταξέ με."
"Σε κοιτάζω."
"Είμαι ένα χάος. Όταν σε γνώρισα, όλο αυτό το χάος απέκτησε ένα νόημα. Η φωνή σου είναι η Σελήνη μου. Κοίταξε τη Σελήνη. Κοίτα. Είναι σαν άγκυρα μέσα στη θαλασσοταραχή. Ριζωμένη βαθιά μέσα μου, με κρατάει σταθερή. Με κρατάει σώα. Η ψυχή μου είναι σαν τον ουρανό που βλέπεις αυτή τη στιγμή μπροστά σου. Μια άβυσσος γεμάτη νεφελώματα. Ένας κόσμος δίχως οξυγόνο. Δεν το χρειάζομαι όμως το οξυγόνο γιατί έχω εσένα. Εσύ μου δίνεις πνοή. Αγάπησέ με. Δώσε μου την καρδιά σου. Άφησέ με να σου δώσω τον ουρανό."
   Η σιωπή σου με κάνει να αισθάνομαι μετέωρη. Δεν γνωρίζω αν μπορώ να εύχομαι ή αν πρέπει να φοβάμαι. Ποιος ορίζει την ευτυχία αν όχι εμείς οι ίδιοι; Γιατί έχουμε κάνει την χαρά κάτι τόσο δύσκολο; Δεν πιστεύω πως δεν είναι εύκολο να είσαι καλά. Απλά είναι πιο εύκολο να μην κάνεις τίποτα για να νιώσεις καλά, γι' αυτό λοιπόν - μοιραία - επιλέγουμε την δυστυχία. Τι αξίζει πιο πολύ; Να διανύσεις τον δύσβατο, δαιδαλώδη και παράτολμο δρόμο προς μια ευτυχισμένη ζωή ή τον αδρανή, απλό και άμεσο δρόμο προς μια δύσβατη ζωή; Τι αξίζει τελικά περισσότερο; Η απόλυτη ευτυχία ενός σιωπηλού βλέμματος ή η άνεση και σιγουριά της συνήθειας; Η συνήθεια προσδίδει ασφάλεια, η ευτυχία όμως ζωή.
"Δεν χρειάζεται να μιλήσεις. Εγώ είμαι εδώ. Θα περιμένω."

Comments

  1. Πολύ όμορφο, το διάβασα και μετά το ξαναδιάβασα..

    ReplyDelete
    Replies
    1. Σ' ευχαριστώ πολύ, Παναγιώτη.

      Delete

Post a Comment

Popular Posts